μέγεθος

μέγεθος
I
(Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι ένα σώμα, τόσο μικρότερο είναι το αντίστοιχο μ. του. Το φαινόμενο μέγεθος m αποτελεί ένα μέτρο της λαμπρότητας ενός αστέρα όπως αυτός παρατηρείται από τη Γη. Η τιμή του εξαρτάται από τη φωτιστική ικανότητα του αστέρα (την εσωτερική του λαμπρότητα), την απόστασή του και την ένταση της απορρόφησης φωτός από τη διαστρική ύλη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον αστέρα και τη Γη. Το σύστημα των αστρικών μ. ορίστηκε από τον Ίππαρχο τον Ρόδιο και συμπληρώθηκε από τον Πτολεμαίο. Τα λαμπρότερα άστρα ορίστηκαν ως μ. 1 και τα πλέον αμυδρά ορατά δια γυμνού οφθαλμού ως μ. 6. Αργότερα, επειδή διαπιστώθηκε ότι τα άστρα μ. 6 είναι περίπου 100 φορές αμυδρότερα από τα μ. 1, ορίστηκε ότι η σχέση μεταξύ δύο διαδοχικών μεγεθών είναι 2,56 (ίση με την πέμπτη ρίζα του 100). Έτσι ένα άστρο μ. 10 είναι 2,56 φορές λαμπρότερο από ένα άστρο μεγέθους 11. Πρόκειται λοιπόν για ένα λογαριθμικό μέτρο. Τα πολύ λαμπρά άστρα έχουν μ. 0 (όπως ο Βέγας) ή και αρνητικό (ο Σείριος έχει μ. –1,6). Ο ήλιος έχει μ. –27 και οι πλανήτες έχουν κυμαινόμενο μ., σε συνάρτηση με την απόσταση και τη φάση τους. Επίσης, το απόλυτο μ. ενός αστέρα ορίζεται ως η λαμπρότητά του αν βρισκόταν σε απόσταση 10 parsec (περίπου 33,5 έτη φωτός) από τη Γη. Το απόλυτο μ. του ήλιου είναι 4,8.
II
(Φυσ.). Αφηρημένη οντότητα, με την οποία περιγράφονται οι φυσικές ιδιότητες ενός σώματος και η πορεία ενός φυσικού φαινομένου. Συνήθως πρόκειται για ένα μαθηματικό αντικείμενο που περιγράφει ποσοτικά το φαινόμενο στο οποίο αναφέρεται, λαμβάνοντας διάφορες τιμές ανά περίσταση. Για παράδειγμα, οι ευθύγραμμοι κανόνες διακρίνονται μεταξύ τους από τη διαφορά του μήκους τους, ή, με άλλη διατύπωση, το μ. μήκος χρησιμοποιείται για να περιγραφεί μια ορισμένη ιδιότητα των υπό εξέταση κανόνων. Είναι επίσης δυνατό να καθοριστεί ότι ένα ορισμένο γεγονός έχει συμβεί πριν ή ύστερα από ένα άλλο, χρησιμοποιώντας το μ. χρόνος ως χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου γεγονότος. Στις φυσικές επιστήμες και ιδιαίτερα στη φυσική, σκοπός των οποίων η ορθολογική και συνεπώς ποσοτική περιγραφή των φαινομένων που συμβαίνουν στον περιβάλλοντα χώρο, οποιοδήποτε μέγεθος και αν εισαχθεί πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο μη διφορούμενο. Ακριβέστερα, αυτός ο ορισμός πρέπει να εξατομικεύει μία πράξη που να μπορεί, τουλάχιστον αρχικά, να πραγματοποιηθεί κατά φυσικό τρόπο· επίσης, πρέπει να είναι δυνατή η προσαρμογή στο θεωρούμενο μέγεθος μιας τιμή αναφερόμενης σε ένα πρότυπο, η οποία έχει οριστεί συμβατικά και καλείται μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ποσότητας. Η μέτρηση ενός δεδομένου φυσικού μ. δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύγκριση της τιμής αυτού σε σχέση με την αντίστοιχη μονάδα μέτρησης.
Πιο συγκεκριμένα, στη στοιχειώδη περίπτωση του μήκους, ο πρακτικός ορισμός υποδεικνύει έναν κανόνα-πρότυπο που λαμβάνει την ονομασία της μονάδας και γίνεται παραδεκτός ως μήκος ενός συγκεκριμένου διαστήματος ο αριθμός που προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ του πρότυπου κανόνα και του διαστήματος. Ο αριθμός αυτός παριστάνει πόσες φορές ο πρότυπος κανόνας περιέχεται στο μετρούμενο διάστημα, που έχει θεωρηθεί ως μονάδα μέτρησης.
Κατά τρόπο ουσιαστικά όμοιο έχουν οριστεί και όλα τα υπόλοιπα μ., όπως η μάζα, ο χρόνος κ.ά. Τα είδη των φυσικών μεγεθών χαρακτηρίζονται από κάποιους ορισμούς.
Καλούνται ομοιογενή μεταξύ τους όλα τα μ. που, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, μπορούν να μετρηθούν με βάση την ίδια πρακτική διαδικασία. Είναι επομένως ομοιογενή μεταξύ τους τα μήκη, τα διαστήματα χρόνου, οι διαφορές θερμοκρασίας κ.ά. Τα ομοιογενή μ. που περιγράφουν το ίδιο φυσικό φαινόμενο μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους για να καθοριστούν σχέσεις ισότητας ή ανισότητας· επίσης, αναφορικά με αυτά, μπορούν να εκτελεστούν πράξεις πρόσθεσης ή αφαίρεσης τέτοιες, ώστε το μ. που προκύπτει ως αποτέλεσμα να είναι ομοιογενές με τα μ. επί των οποίων έχει τελεστεί κάποια επεξεργασία.
Καλούνται πρότυπα μ. εκείνα που εκλέγονται ως θεμελιώδη σε ένα ορισμένο σύστημα μονάδων μέτρησης. Με όρους προερχόμενους από αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί ένα οποιοδήποτε άλλο μέγεθος, το οποίο στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως παράγωγο.
* * *
το (ΑM μέγεθος, Α ιων. τ. μέγαθος)
1. ο όγκος, η έκταση, οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («μύρμηκες μεγάθεα ἔχοντες κυνῶν ἐλάσσονα», Ηρόδ.)
2. το ύψος («το μέγεθος τού όρους»)
3. μτφ. ο βαθμός ενέργειας ή η ένταση («μέγεθος καλοσύνης»)
4. συνεκδ. σπουδαιότητα, σοβαρότητα
νεοελλ.
1. ο μεγάλος αριθμός, το πλήθος («το μέγεθος τής διαδήλωσης»)
2. το μήκος («το μέγεθος τής οδού»)
3. αστρον. αριθμός που εκφράζει τη φαινομένη λαμπρότητα ενός αστέρα ή γενικότερα ενός ουράνιου σώματος και ο οποίος μικραίνει όσο μεγαλώνει η λαμπρότητά του
4. μαθημ. η ποσότητα η οποία μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί ή να εκφραστεί με αριθμούς
5. φυσ. φυσική ιδιότητα στην οποία είναι δυνατόν να αποδοθεί μια αριθμητική τιμή
μσν.-αρχ.
(ως τίτλος) η μεγαλειότητα, το μεγαλείο («τὸ σὸν μέγεθος», Κώδ. Ιουστιν.)
2. ποσότητα
αρχ.
1. (ιδίως στον Ομ.) (για άνδρες ή γυναίκες μαζί με τα ουσ. είδος, κάλλος) κορμοστασιά, ανάστημα
2. ισχύς, εξουσία («οὐκ ἂν δυναίμην μέγεθος ἐξειπεῑν ὅσος καθ' Ελλάδ' ἔσται», Eυρ.)
3. μεγαλοψυχία
4. (ρητ.) το ύψος έκφρασης, ο έξοχος χαρακτήρας («λόγων μέγεθος», Λογγίν.)
5. μαθημ. το εμβαδόν («μὴ μόνον ἓν ἑκατέραν μέγεθος ἔχον τὸ τρίγωνον φυτεῡσαι κατ' ἀρχάς», Πλάτ.)
6. γραμμ. η ποσότητα τών συλλαβών
7. (για ήχο) δύναμη, ένταση («βοῆς μέγεθος»)
8. (για τον καιρό) δριμύτητα, σφοδρότητα
9. στον πληθ. τὰ μεγέθη
α) τα σώματα τα οποία κατέχουν έκταση
β) μτφ. υψηλά, έξοχα, εξαίσια πράγματα («ἡρωϊκὰ μεγέθη», Λογγίν.)
10. (στη δοτ. ως επίρρ.) μεγέθει
ως προς το ανάστημα, ως προς το ύψος
11. (στην αιτ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μέγεθος, μεγέθη
α) ως προς το ανάστημα, ως προς το ύψος, ως προς τον όγκο, ως προς την έκταση
β) μεγάλως, πολύ
12. φρ. «τὰ ἐν τῷ μέτρῳ μεγέθη» — τα αναγνωρισμένα μήκη στίχων σε κάποιο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέγαθος < μέγας + επίθημα -θος (πρβλ. πλῆθος) είναι ο αρχικός, ενώ ο αττ. τ. μέγεθος < μέγαθος προήλθε από αφομοιωτική τροπή τού -α-σε -ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα …   Dictionary of Greek

  • ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν …   Dictionary of Greek

  • ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”